-
1 αντιπεριιστημι
1) расставлять вокруг (противника), располагать кольцом(κινδύνους τινί Polyb.)
; pass. стоять вокруг, окружать(περὴ τοὺς τόπους Arst.)
2) теснить со всех сторон(ἀντιπεριΐστασθαι ἐντὸς ὑπὸ τοῦ ἔξω θερμοῦ Arst.)
; pass. вытесняться отовсюду -
2 βαπτω
1) погружать, окунать(τι εἴς τι Arst., Plut.)
2) погружать для закалки, закалять(πέλεκυν εἰν ὕδατι ψυχρῷ Hom.; ἀκίδας βελέων Anacr.; σίδηρος βαπτόμενος Plut.)
3) погружать, вонзать(ξίφος ἐν σφαγαῖσι Aesch.; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur.)
ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ βάψαι Soph. — нанести большой урон аргивскому войску4) окунать в краску, красить, окрашивать(ἐβάπτετο αἵματι λίμνη Batr.; εἵματα βεβαμμένα Her.; βάψαι ἔρια Plat.; τρίχας Anth.)
κροκωτὸν βάψασθαι Arph. — выкраситься в шафрановый цвет5) окунать в яд, отравлять(ἱούς Soph.; ἐχιὸναίῳ χόλῳ τι Anth.)
6) полоскать, мыть(τἄρια θερμῷ Arph.)
7) зачерпывать, черпать(ποντίας ἁλός Eur.; τᾷ κάλπιδι κηρία Theocr.)
8) погружаться(εἰς ψυχρόν Arst.)
9) тонуть(ναῦς ἔβαψεν Eur.)
-
3 ιαχω
1) кричать(Ἀργεῖοι μέγα ἴαχον Hom.)
ἡμεῖς ἰάχοντες ἐπεσσύμεθα Hom. — мы с криком кинулись (на Протея);ὅ πάϊς πρὸς κόλπον τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων Hom. — ребенок с криком припал к груди кормилицы2) восклицать, провозглашать(τινί Anth.)
κᾶρυξ ἴαχεν Eur. — глашатай провозгласил3) объявлять, возвещатьἰ. λογίων ὁδόν τινι Arph. — объявить кому-л. смысл прорицаний
4) петь(ἀοιδήν HH.)
5) воспевать(Ἀπόλλω = Ἀπόλλωνα Arph.)
6) звенеть, гудеть(νευρέ ἴαχεν Hom.; ἰάχεσκε σάκος Hes.)
περὴ ἴαχε πέτρη Hom. — загудели окрестные скалы7) шуметь, бушеватьἀμφὴ κῦμα στείρῃ ἴαχε Hom. — вокруг киля бурлило море;
ἴαχε πῦρ Hom. — огонь забушевал8) трещать, шипеть
См. также в других словарях:
ψυχρῶ — ψῡχρῶ , ψυχρός cold masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχρῷ — ψῡχρῷ , ψυχρός cold masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
εκσκωρίαση — Επεξεργασία που πραγματοποιείται με χημικά μέσα στην επιφάνεια ενός σιδηρούχου μετάλλου για να απομακρυνθεί στρώμα από οξείδια και σκουριές. Η ε. μπορεί να γίνει εν ψυχρώ ή εν θερμώ (45° 50°C) και με επεξεργασία της επιφάνειας των μετάλλων με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… … Dictionary of Greek
BOSPHORUS — I. BOSPHORUS sive potius Bosporus, cum Graece Βόςπορος dicitur, ἀπὸ τȏυ βοὸς καὶ πόρου nomen arcessit, quod vel bos traicere possit natandô. Testis interpres Apollonii, Βόςπορος inquit, ὀνομάζεται διὰ τὸ δοκεῖν τὴν Ἰὼ βοῦν οὖσαν διαπορέυεςθαι τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… … Dictionary of Greek